- σακάδιον
- σᾰκάδιον, τό, a kind ofA musical instrument, Hsch. (Prob. named after the musician Sacadas of Argos.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακάδιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μουσικόν τι ὄργανον, ἀπὸ τοῡ Σακάδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το όν. τού μουσικού Σακάδα] … Dictionary of Greek